Δευτέρα, Ιουλίου 24, 2006

Ο χορός.

Εκείνος

… Ανακάθισε στην καρέκλα του.
Δεν έλεγε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Λάτρευε να τη χαζεύει όσο αυτή κοιμόταν. Σήμερα είχε κάτι μαγικό. Μία γαλήνια έκφραση στο πρόσωπό της.
Αυτή τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι δεν είχε σταματήσει ποτέ να την αγαπά.
Ποτέ…
Πως τα κατάφεραν και χάθηκαν όμως;
Ούτε που κοιτούσαν πια ο ένας τον άλλον στα μάτια…

Αποφάσισε να ετοιμάσει καφέ.
Πήγε στην κουζίνα, που είχε λουστεί από το φως του ήλιου.
Κάτι ήταν διαφορετικό εκείνο το πρωί. Μια ευχάριστη διάθεση τον έκανε να ριγήσει. Άκουσε βήματα.
Εκείνη, είχε ξυπνήσει.
-Καλημέρα.
-Καλημέρα, και ένα χαμόγελο που πήγε να εμφανιστεί, σβήστηκε γρήγορα.
Δεν άντεχε άλλο αυτήν την κατάσταση.
Δεν ήθελε να γίνουν δυο ξένοι, αυτοί που αγαπήθηκαν τόσο…
Αν του μιλούσε… Αν του έλεγε τι νιώθει…

-Έχει καφέ, της φώναξε, αλλά εκείνη είχε ήδη μπει στο μπάνιο.

Ναι, σίγουρα κάτι έπρεπε να κάνει.
Έκοψε ένα φύλλο από ένα μπλοκάκι, κάτι έγραψε.
Το άφησε στο τραπέζι και έφυγε για τη δουλειά.


Εκείνη

…ξύπνησε.
Γύρισε προς το μέρος του, αλλά εκείνος είχε ήδη σηκωθεί, όπως συνήθιζε τελευταία. Πόσο καιρό είχαν να ξυπνήσουν μαζί και να αρχίσουν τα χάδια;
Κάποτε λάτρευε να την κοιτάζει, όσο αυτή κοιμόταν. Τώρα;
Αποφάσισε να σηκωθεί.
Το σπίτι σήμερα ήταν ηλιόλουστο, ζεστό.
Τον είδε στην κουζίνα.
-Καλημέρα.
-Καλημέρα. Διέκρινε ένα χαμόγελο ή της φάνηκε;

Πήγε στο μπάνιο να κάνει ένα ντουζάκι.
Τον άκουσε που της φώναξε ότι είχε ετοιμάσει καφέ.
Κάτω από το χλιαρό νερό, άρχισε να κλαίει. Ήθελε τόσο πολύ να την αγκαλιάσει σφιχτά, να τη φιλήσει όπως κάποτε!
Δεν ήθελε να γίνουν δυο ξένοι, αυτοί που αγαπήθηκαν τόσο.
Αν της μιλούσε… Αν της έλεγε τι νιώθει…

Τύλιξε την πετσέτα στο σώμα της και πήγε να πιει καφέ. Πάνω στο τραπέζι, ένα σημείωμα…

...

Βγήκε από το ταξί και στάθηκε μπροστά στην είσοδο του μπαρ.
Ξεδίπλωσε το χαρτάκι που, τόση ώρα κρατούσε σφιχτά στα χέρια της, τσαλακώνοντας το.




“Ραντεβού στις 21:00 στο
παλιό μας στέκι.
Να φοράς το κόκκινο
φόρεμα”.



Πήρε βαθιά ανάσα. Μα καλά, τι είχε πάθει; Λες και πήγαινε στο πρώτο της ραντεβού ένιωθε!
Ναι, ήθελε να δώσει αυτήν την ευκαιρία στη σχέση τους, σκέφτηκε και προχώρησε.
Δεν είχε πολύ κόσμο στο μπαράκι και έτσι δεν ήταν δύσκολο να τον διακρίνει.
Στεκόταν όρθιος και την κοίταζε με θαυμασμό, όπως την είχε κοιτάξει όταν την είχε πρωτοδεί, πάλι μ’ αυτό το ίδιο φόρεμα.
Τον πλησίασε.
Εκείνος, έκανε ένα νεύμα στον dj, που είχε ένα τραγούδι έτοιμο να περιμένει τη σειρά του.
Τύλιξε το χέρι του γύρω από την μέση της και την τράβηξε κοντά του.
Πλησίασε το λαιμό της, μέθυσε από το άρωμά της και τα χείλη του πλησίασαν τα δικά της.
Εκείνη, δεν αντιστάθηκε, αλλά ένιωσε αμήχανα.
Σαν να του έδινε το πρώτο της φιλί!

Συνέχισαν να φιλιούνται τρυφερά όση ώρα κράτησε το τραγούδι τους.
Εκείνη, άνοιξε τα υγρά μάτια και τον κοίταξε.

“Σ’ αγαπώ! ”
“Σ’ αγαπώ! ”

 
posted by cindaki at 7:30 μ.μ., | 15 comments
Κυριακή, Ιουλίου 16, 2006

(II) Μέχρι που...

… Μέχρι που γνώρισε τη Μαρία!
Τότε, όλα άλλαξαν! Η ζωή του άλλαξε!
Ένιωσε συναισθήματα που δε γνώριζε ότι υπήρχαν. Δεν του είχε μιλήσει κανείς για τον έρωτα! Ποτέ.
Κι εκείνη όμως τον πρόσεξε.
Επιτέλους, ένιωθε ότι είναι φυσιολογικός!
Επιτέλους, είχε μια ευκαιρία να το αποδείξει στους συγχωριανούς του!
Και δε θα την έχανε…

Όλοι στο χωριό μιλούσαν στην Μαρία. Της έλεγαν να προφυλαχτεί, να απομακρυνθεί από κοντά του, πριν καταστραφεί και η δική της ζωή.
Ο Ορέστης και η Μαρία όμως έγιναν ζευγάρι.
Ήθελαν να αποδείξουν σε όλους ότι είχαν άδικο.
Στα αλήθεια την αγάπησε πολύ!


Την αγάπησε πολύ…
Ένα δάκρυ κύλησε και βιάστηκε να το διώξει.
Όχι, δεν είχε το δικαίωμα να κλαίει.
Δεν είχε δικαίωμα πια να νιώθει…
Το κεφάλι του βούιζε ασταμάτητα. Οι Ερινύες;
Ήταν η τιμωρία του;
Του άξιζε. Του άξιζε που να πάρει!

Θυμόταν…
Τσακώθηκε με την Μαρία.
Μα γιατί; Γιατί δεν τον άκουσε;
Ήταν από καιρό πάλι άνεργος. Θα την έβρισκε όμως την άκρη. Αυτήν επέμενε να μιλήσει στους γείτονες, να τους βοηθήσουν. Την παρακάλεσε να μην το κάνει.
Δεν τον άκουσε. Γιατί;
Αφού το ήξερε, ήθελε να κρατά ψηλά το κεφάλι, ειδικά τώρα που περίμεναν το παιδί τους.
Δεν ήθελε να ζουν με ελεημοσύνες!

Σηκώθηκε. Δεν τον χωρούσε ο τόπος.
Περπάτησε παράλληλα με τις γραμμές του τρένου.
Γιατί;

Τότε ξαφνικά το συνειδητοποίησε!
Δεν το ήθελε. Δεν το ήθελε!
Αλλά τη χτύπησε. Τη χτύπησε δυνατά.
Και τώρα η Μαρία ήταν αναίσθητη, στο πάτωμα του σπιτιού τους.
Νεκρή.

Ο μοναδικός άνθρωπος που τον αγάπησε ήταν νεκρός.
Ένιωσε τα σωθικά του να καίνε.
Τι έκανε;
Πως το έκανε;
Μαρία!

Το σφύριγμα του τρένου κάλυψε το ουρλιαχτό του.Με μάτια γεμάτα δάκρυα είδε τα φώτα που πλησίαζαν.
Δεν άξιζε να ζει.

Ήταν καταραμένος…

(Εμπνευσμένο από έναν πίνακα ζωγραφικής)
 
posted by cindaki at 10:59 μ.μ., | 13 comments
Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2006

(I) Ο καταραμένος

Το κρύο είχε αρχίσει από ώρα να τον διαπερνάει.
Έσφιξε γύρω του το παλτό και σήκωσε το γιακά. Χαμογέλασε ειρωνικά. Τι προσπαθούσε να κάνει; Να ζεσταθεί; Αφού η ψυχή του είχε παγώσει…
Πάγωσε και το χαμόγελό του.
Σουρούπωνε.
Ομίχλη σκέπασε το τοπίο. Κοίταξε τριγύρω αλλά δεν ήταν κανείς.
Μόνος.
Έτσι θα ήταν από εδώ και στο εξής. Μόνος.
Το ήξερε, το είχαν αποφασίσει οι Μοίρες και δε θα προσπαθούσε να τις ξεγελάσει, όχι ξανά.
Θα ακολουθούσε το δρόμο που του είχαν χαράξει από καιρό…

Έβγαλε από την τσέπη του τον καπνό και έστριψε ένα τσιγάρο.
Το άναψε και έγειρε στο παγκάκι. Είχε αρκετή ώρα μέχρι να περάσει το επόμενο τρένο. Τελευταία ο χρόνος δεν περνούσε με τίποτα. Ακόμα κι αυτός, είχε στραφεί εναντίον του.

Ήταν καταραμένος.

Τώρα το καταλάβαινε. Είχε ακούσει κάποτε δύο γειτόνισσες να το ψιθυρίζουν. Από τότε που έμεινε η μάνα του έγκυος. Δεν μπορεί, αφού οι γιατροί της το είχαν πει, δεν μπορεί να κάνει παιδιά.
Από τότε, όλα πήγαιναν κατά διαόλου. Η μάνα του ταλαιπωρήθηκε τόσο, που τελικά πέθανε στη γέννα. Ο πατέρας του, ο κυρ Αναστάσης, έπρεπε να αναλάβει τα πάντα. Και μετά ήρθε το ατύχημα. Έχασε το χέρι του και το έριξε στο ποτό.
Όλοι στο χωριό το ήξεραν όλοι γύριζαν το βλέμμα όταν αντίκριζαν τον Ορέστη στο δρόμο. Ακόμη κι όταν ήταν παιδί.
Κάποτε ο Ορέστης μεγάλωσε.
Χωρίς φίλους.
Χωρίς να έχει παίξει ποτέ. Πάντα μόνος. Προσπαθούσε για χρόνια να καταλάβει το λάθος του.
Τώρα το ήξερε. Γεννήθηκε, ενώ δεν έπρεπε. Αυτό ήταν.
Τότε όμως; Έψαχνε, αλλά δεν έβρισκε.
Μέχρι που…
 
posted by cindaki at 9:15 μ.μ., | 9 comments
Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

Κάποιο καλοκαίρι.

Καλοκαίρι.
Τέσσερις παρά τέταρτο.
Τα τέσσερα ξαδέρφια δεν είχαν ησυχία. Ο παππούς, η γιαγιά και όλο το χωριό κοιμόταν. Έξω έσκαγε ο τζίτζικας.
Αλλά τα τέσσερα ξαδέρφια δεν είχαν ησυχία. Μα πως μπορούν και κοιμούνται; Το καλοκαίρι είναι για να παίζεις, όχι για να κοιμάσαι!

Αποφάσισαν να το «σκάσουν» όπως έλεγαν, όταν είχαν το νου τους στις σκανταλιές. Φόρεσαν το απαραίτητο για τον ήλιο καπελάκι και βγήκαν όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Ευτυχώς, η πόρτα που έτριξε, δεν τους πρόδωσε. Έξω είχε ησυχία. Αποφάσισαν να πάρουν παγωτά και μετά να ακολουθήσουν το στενάκι που έβγαζε στη λίμνη. Η Σοφία ήταν η μόνη που αντέδρασε. Φοβόταν τα φίδια και γι’ αυτό απέφευγε το καλοκαίρι τα στενά με τα πυκνά χόρτα. Οι άλλοι τρεις όμως δεν έδωσαν σημασία, και τους ακολούθησε…
… Με τα παγωτά στο χέρι, κατηφόρισαν.
Τα τέσσερα παιδιά πάντα απέφευγαν να περάσουν έξω από το σπίτι μιας γριάς που τη νόμιζαν για μάγισσα. Δεν είχαν ακούσει τίποτα γι’ αυτήν, αλλά την είχαν δει κάποιες φορές και ήταν πολύ τρομακτική. Ήταν πάντα ντυμένη στα μαύρα, πάντα φορούσε ένα τεράστιο καπέλο και καθόταν ακίνητη στον κήπο της.
Σίγουρα ήταν μάγισσα! Όταν ζούσε. Γιατί είχε εδώ και λίγα χρόνια πεθάνει.
Η Λίλυ, η πιο σκανταλιάρα, ήταν η πρώτη που το σκέφτηκε.

‘Επιτέλους, πρέπει να περάσουμε έξω από το σπίτι και να δούμε που καταλήγει ο δρόμος!’.

Δε χρειάστηκε πολύ, όλοι συμφώνησαν. Είχαν βρει την περιπέτεια της μέρας!
Η αλήθεια ήταν πως και οι τέσσερις ένιωθαν περίεργα. Φοβόταν, αλλά δεν ήθελε κανείς να το δείξει. Ενστικτωδώς ίσως, και οι τρεις πλησίασαν τον Γιάννη, που ήταν και ο μεγαλύτερος. Έτσι ένιωθαν πιο προστατευμένοι.
Πριν καλά καλά περάσουν δύο λεπτά, είχαν προσπεράσει το σπίτι της μάγισσας χωρίς τίποτα άσχημο να συμβεί.

‘Αυτό ήταν όλο; Σιγά το πράγμα!’

Όλοι όμως ξεφύσηξαν με ανακούφιση!
Ο Γιάννης το άκουσε πρώτος. Κάτι σαν λυγμός. Έκανε νόημα στους άλλους να σιωπήσουν. Ναι, σίγουρα, κάποιος έκλαιγε! Και μάλιστα ο ήχος όλο και δυνάμωνε. Ήταν πολύ κοντά. Σκυμμένοι και οι τέσσερις πλησίασαν έναν θάμνο, προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί.
Αυτό που αντίκρισαν τους τρόμαξε…

Ένας μεσήλικας άντρας χώριζε τα πέντε νεογέννητα σκυλάκια από τη μάνα τους. Ώστε, δεν ήταν άνθρωπος αυτός που έκλαιγε, ήταν ένα σκυλί!
Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον Γιάννη. Ήξεραν ότι είχε φοβερή αδυναμία σ’ αυτά τα τετράποδα.

Αυτό που ακολούθησε όμως, ήταν ακόμη πιο σοκαριστικό.
Ο άντρας με τα σκληρά χαρακτηριστικά χωρίς ίχνος ανθρωπιάς, με ένα μαχαίρι σκότωσε τη μητέρα.
Τώρα, ξεψυχούσε μέσα σε μια λίμνη αίματος…
Τα τέσσερα παιδιά, με ορθάνοιχτα μάτια, πάγωσαν. Πρώτη φορά στη ζωή τους ένιωθαν τόσο τρομαγμένα!
Πως μπόρεσε αυτός ο άνθρωπος τόσο ψυχρά να κάνει κάτι τέτοιο;
Πριν προλάβουν να σκεφτούν οτιδήποτε, ο άντρας έβαλε σε ένα τσουβάλι τα νεογέννητα κουταβάκια και κατευθύνθηκε προς τη λίμνη.
Ήταν φανερό, ήθελε να τα πνίξει!
Ο Γιάννης έσφιξε τις γροθιές, αλλά ο Νίκος με ένα βλέμμα τον ηρέμησε.
Μα τόση κακία;
Ξαφνικά, η μάνα άρχισε να βγάζει δυνατούς λυγμούς. Ο άντρας πέταξε κάτω το τσουβάλι οργισμένος και πήγε να αποτελειώσει το μισοπεθαμένο ζώο, πριν ακούσει κάποιος τις φωνές.
Τα τέσσερα παιδιά κοιτάχτηκαν · τώρα ήταν η ευκαιρία τους.
Πετάχτηκαν, άρπαξαν το τσουβάλι και άρχισαν να τρέχουν, χωρίς να κοιτάξουν καθόλου πίσω τους. Άκουγαν φωνές, αλλά είχαν ήδη απομακρυνθεί αρκετά από τον άντρα.

Μετά από λίγη ώρα έφτασαν στη κρυψώνα τους.
Ο Γιάννης ήταν ο τελευταίος που συνήλθε. Έπρεπε όμως να συνέλθουν. Τώρα είχαν πέντε μικρά κουταβάκια να προσέξουν!
Άνοιξαν το τσουβάλι με τέτοιο τρόπο ώστε να ζεσταίνει τα κουταβάκια.
Τα τέσσερα ξαδέρφια απέμειναν να τα κοιτάν.

Η παιδική ψυχή τους όμως είχε σημαδευτεί…
 
posted by cindaki at 12:28 μ.μ., | 11 comments