Σάββατο, Αυγούστου 25, 2007

Κατάντια...

Το καλύτερο το είπε ένας ξάδερφος μου:



ας καούν όλα φέτος.

Τουλάχιστον δε θα έχουμε άγχος για πυρκαγιές και νεκρούς του χρόνου!...



Εκεί καταντήσαμε...


ΥΓ: Βύρων Πολύδωρας: Τσουρουφλίστηκε λίγο το βουνό...
Βουλγαράκης: Κάηκαν μερικά δεντράκια...

Θα θελα να ξερα, δεν ντρέπονται; Δεν έχουν λίγη τσίπα πάνω τους; Λίγη ντροπή ρε παιδιά, δεν σας παίρνει...
 
posted by cindaki at 7:47 μ.μ., | 16 comments
Δευτέρα, Αυγούστου 20, 2007

Καλησπέρα...

... καλή βδομάδα κ.τ.λ. κ.τ.λ. κ.τ.λ.

Ναι, σήμερα είναι Δευτέρα και γύρισα στη δουλειά μετά από μία εβδομάδα άδεια.
Δεν είναι ότι νυστάζω, αν και θα χτύπαγα χαλαρά ένα διωράκι ακόμα.
Αλλά είμαι κλεισμένη σε ένα γραφείο, χωρίς να έχω δουλειά και κάθομαι και κοιτάζω απέναντι μου έναν υπολογιστή.Νομίζω πως με κοιτάζει και αυτός. Ίσως και να με χλευάζει...
Δεν είναι πολύ κουτό; Ψάχνουμε να βρούμε δουλειές, στις οποίες δεν ειμαστε καθόλου παραγωγικοί και περιμένουμε να περάσει ένα αιώνιο 8ωρο για να "ελευθερωθούμε".
Και μετά, μετά κυνηγάμε την υπόλοιπη ημέρα για να νιώσουμε πως τουλάχιστον κάποιες πολύτιμες ώρες δεν πήγανε χαμένες. Αν έχουμε αυτό το υπέροχο περιθώριο και δεν είμαστε γονείς με παιδιά ή άλλες υποχρεώσεις...
Νομίζω πως αν ήμουν εργοδότης, θα είχα ως πάγια τακτική την 6ωρη απασχόληση του εργαζομενου, αντί αυτής του 8ώρου. Ξέρω, πολλοί θα πείτε πως αν ήμουν εργοδότης, θα κοίταζα να ξεζουμίσω τον εργαζόμενο. Κι όμως πιστεύω πως δεν είναι έτσι. Πιστεύω πως ένα 6ωρο ειναι πολύ πιο αποδοτικό από ένα 8ωρο. Συνήθως το τελευταίο δίωρο (αν όχι περισσότερο) ο εργαζόμενος κάθεται κουρασμένος μπροστά από τον υπολογιστή και παίζει πασιέντζες η κάνει τσατ (αν είναι σε κάποιο γραφείο).
Χαμένος χρόνος, χαμένη ενέργεια...

Τίποτα όμως δεν αλλάζει, τουλάχιστον όχι ως προς το καλύτερο. Γκρινιάζω και δεν μου αρέσει.
Στο κάτω κάτω κατά κάποιον τρόπο, επιλογή μας δεν είναι η ζωή μας; Ή τελικά οι επιλογές μας είναι περιορισμένες και απλώς προσπαθούμε να κάνουμε την καλύτερη δυνατή;
Μήπως τα Κιριμπάτι είναι μια λύση;;;
 
posted by cindaki at 4:47 μ.μ., | 31 comments
Σάββατο, Αυγούστου 11, 2007

Κάποτε...

-Σοφία, ο Ανδρέας. Ανδρέα, η Σοφία, η γυναίκα της ζωής μου!

Μου έδωσες το χέρι σου και ένιωσα ολόκληρο το κορμί μου να ριγεί. Τα μάτια σου ένιωθα να με διαπερνάνε. Σε κοίταξα με βλέμμα σκληρό.

Όλο το βράδυ δεν έβγαλα μιλιά. Καθόμουν και άκουγα τα αστεία σας. Ιστορίες από τον στρατό, ιστορίες για παλιές γκόμενες, πειράγματα και αλητείες. Ο Διονύσης, κατενθουσιασμένος που σε ξαναβρήκε. Άναψα ένα τσιγάρο και χάθηκα στις σκέψεις μου. Στις αναμνήσεις… Πόσα χρόνια είχαν περάσει;
Η φωνή του Διονύση με επανέφερε.
-Σοφία, που ταξιδεύεις; Ήρθαν τα σφηνάκια! Δεν είναι απίστευτο; Λες και ήξερε ότι είναι το αγαπημένο σου! Cappuccino! Έλα, άσπρο πάτο!

Ναι. Λες και ήξερες… Άσπρο πάτο λοιπόν.


Λίγες ώρες μετά, στο ξενοδοχείο ο Διονύσης είχε ξαπλώσει δίπλα μου εξαντλημένος. Μου χάιδεψε τα μαλλιά.
-Τι έχεις κοριτσάκι μου; Όλο το βράδυ ήσουν πολύ ήρεμη. Έγινε κάτι;
Ναι, με πνίγανε τα μάτια του και δεν μπορούσα να ανασάνω…
-Όχι, απλά εσείς λέγατε τα δικά σας και ξέρεις, δεν είχα πολλά να πω…
-Σου υπόσχομαι ότι δε θα ξαναμιλήσουμε για τα παλιά! Τι κρίμα όμως να φεύγουμε αύριο, τώρα που βρεθήκαμε με τον Ανδρέα… Μωρό μου, μυρίζεις υπέροχα!
Είπε… και κάναμε έρωτα,
όπως πάντα, τρυφερά.
Όπως πάντα, υπέροχος.
Το βράδυ, κοιμήθηκε τόσο κουρασμένα δίπλα μου.


Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έγραψα ένα σημείωμα, πήρα τη ζακέτα μου και κατέβηκα στην παραλία.
Το φεγγάρι άστραφτε πάνω στη θάλασσα και όλα έμοιαζαν τόσο ήρεμα. Τόσο γαλήνια. Μόνο η ψυχή μου ήταν φουρτουνιασμένη. Έκλεινα τα μάτια και οι σκέψεις με γυρνούσαν πίσω. Τα άνοιγα. Δεν ήθελα με τίποτα να ξαναβρεθώ εκεί.

Ποιον κορόιδευα; Αφού το ήξερα πως θα σε βρω εκεί. Κι αν δε σε βρω εγώ, θα με βρεις εσύ…
Ξάπλωσα και κοίταξα τα αστέρια. Κοίταξα εκείνο, το πιο φωτεινό.
-Είναι πάντα το αγαπημένο μου αστέρι, είπες και ξάπλωσες δίπλα μου.
-Αλήθεια; Είχα χρόνια να το κοιτάξω.
-Ποιον κοροϊδεύεις; Αφού αυτό κοιτάς κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς!
-Πως είσαι τόσο σίγουρος;
-Σε ξέρω.
-Ο άνθρωπος αλλάζει.
-Όχι εσύ όμως.
-Γιατί, τι διαφορετικό έχω εγώ;
-Σοφία, σε ξέρω καλύτερα απ’ τον καθένα!
-Ο άνθρωπος αλλάζει Ανδρέα.
Και τόσο ξαφνικά, έσκυψες και με φίλησες. Για κλάσματα του δευτερολέπτου δεν ήξερα σε ποιον πλανήτη βρισκόμουν! Τα πόδια μου δεν άγγιζαν τη Γη.
-Πως τολμάς; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;
-Σοφία, το θέλεις όσο κι εγώ! Όλο το βράδυ περίμενα αυτήν τη στιγμή!
-Δεν σου ανήκω πια, δεν σου ανήκω εδώ και χρόνια!
-Κι όμως, δεν έπαψες ποτέ να είσαι δικιά μου! Και με φίλησες τόσο μα τόσο παθιασμένα που η καρδιά χτυπούσε σαν τρελή!
-Ανδρέα σταμάτα! Δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό! Δεν σε θέλω γαμώτο δεν το καταλαβαίνεις;
-Δεν με θέλεις, ε; Το κορμί σου λαχταράει να το κατακτήσω ξανά! Δεν με κοροϊδεύεις Σοφάκι!
Και το χέρι σου ξεκούμπωσε τη ζακέτα. Το κορμί μου αντιδρώντας στο άγγιγμα σου ανατρίχιασε! Ένιωσα τα δάχτυλα σου να χαϊδεύουν το στήθος μου. Τα φιλιά σου έκαιγαν το λαιμό μου. Σήκωσες τη φούστα μου και με χάιδεψες. Ήθελα να φωνάξω, αλλά το στόμα σου εγκλώβισε τις λέξεις, που γύρισαν πίσω κατατρεγμένες…
-Ανδρέα μη…
-Σώπα γλυκιά μου! Σώπα… Θα είναι όπως παλιά!
-Τίποτα δεν είναι όπως παλιά Ανδρέα…

Και τότε μπήκες μέσα μου. Τα μάτια μου πλημμύρισαν με δάκρυα. Τα κορμιά μας σπαρταρούσαν ιδρωμένα πάνω στην άμμο. Το αστέρι, το αστέρι μας, μου φάνηκε για λίγο πιο φωτεινό. Αλλά ίσως να με παραπλανούσαν τα κλαμένα μάτια.
-Σσσσς, μην κλαις! Μην κλαις απόψε!
-Ανδρέα, γιατί μου το κάνεις αυτό;
-Σσσσς…
-Ανδρέα, η καρδιά μου πονάει.
-Σώπα κορίτσι μου…

Το ξημέρωμα με βρήκε εξαντλημένη.
Δεν είπαμε πολλά. Απλά χωρίσαμε. Έφυγα πρώτη. Αυτή τη φορά δε θα ήμουν εγώ που θα σε κοιτούσα να φεύγεις.
Ανέβηκα στο δωμάτιο. Ο Διονύσης ακόμα κοιμόταν. Ξάπλωσα δίπλα του και με αγκάλιασε. Πάντα ένιωθα ασφάλεια στην αγκαλιά του…
 
posted by cindaki at 11:12 μ.μ., | 19 comments