Αφιερωμένο στη
ralou...Η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει.
Κι όσο πιο πολύ δυνάμωνε, τόσο περισσότερο κουλουριαζόταν στον καναπέ, κάτω απ’ την κουβέρτα της.
Ένας δυνατός κεραυνός πρέπει να έπεσε πολύ κοντά και για λίγο το φως στο χωλ τρεμόπαιξε. Ευτυχώς, σκέφτηκε, τα σπίτια είχαν
αλεξικέραυνο και έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος. Ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο της είχε πει ο θείος της ο Δημήτρης κάποτε, πριν χρόνια, όταν τον ρώτησε τι θα πει αλεξικέραυνο. Της είχε φανεί πολύ περίεργη λέξη. Νόμιζε ότι το είχε ανακαλύψει κάποιος Αλέξης, ο οποίος προφανώς έδωσε το όνομα του στην κατασκευή του! Στη σκέψη αυτή χαμογέλασε και για λίγο οι κεραυνοί σταμάτησαν να είναι τόσο τρομακτικοί. Τι κουτό
παιδάκι που ήμουν! Σκέφτηκε…
Ξαφνικά η μία θύμηση διαδέχτηκε την άλλη. Θυμήθηκε τη γιαγιά της που, κάθε φορά που έβρεχε, ευχαριστούσε το Θεό που πότιζε τα χωράφια. Α, ρε γιαγιά! Αναφώνησε. Μια γλύκα ήσουν πάντα!
Μετά θυμήθηκε το Διονύση, τον παιδικό της έρωτα! Ένα απόγευμα την πήρε από το χέρι και βγήκαν τρέχοντας στη βροχή, πριν προλάβει να τους πάρει είδηση η μητέρα της. Και εκεί, κάτω από τις χοντρές στάλες, της έδωσε το πρώτο της φιλί! Το πιο
λαχταριστό φιλί! Είχε κοκκινίσει ολόκληρη!
Τεντώθηκε για να φτάσει το φλιτζάνι με το ζεστό κακάο, που δεν είχε αγγίξει τόση ώρα. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι ίσα που ψιχάλιζε.
Χα! Είπε μεγαλόφωνα.
Ενίοτε η βροχή λειτουργεί πιο χαλαρωτικά κι απ’ το κακάο!
Και ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της.
Σηκώθηκε, πλησίασε το παράθυρο της και έμεινε να κοιτάζει τον
ωκεανό που απλωνόταν από κάτω. Κάπου στο βάθος ξεπρόβαλε ένα ουράνιο τόξο.
Ακούμπησε το μέτωπό της στο τζάμι και χαμογέλασε!...
Συνεχίζοντας το παιχνίδι, οι λέξεις μου είναι:
Χάδι
Ζαβολιά
Γάιδαρος
Ξαφνικά
Πέτρινος Προτείνω,
τον
Άγγελο την
ατταλάντηκαι όποιον άλλον θέλει να συμμετέχει...