Αρεταίειο, 7.8.06
Στον ίδιο θάλαμο με μένα άλλες δύο γυναίκες, γύρω στα 40, ένιωθα όμως τόσο εξαντλημένη, που δεν είχα τη δύναμη να τις κοιτάξω.
Φοβόμουν. Πάντα φοβόμουν τα χειρουργεία. Σκεφτόμουν όλα τα πιθανά σενάρια.
Αν κάτι δεν πήγαινε καλά;
Μ’ αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκα.
Ξύπνησα πολύ αργά το βράδυ, εκείνη την ώρα που οι μισοί ασθενείς ξυπνάνε παρακαλώντας για ένα παυσίπονο.
Γύρισα στα αριστερά μου. Οι δύο “συγκάτοικοί” μου ήταν κι αυτές ξύπνιες.
Έβλεπα την σκιά της μίας, αυτής που ήταν στην άλλη άκρη του δωματίου.. Καθόταν ακίνητη στο κρεβάτι, λες και κοίταζα την σκιά ενός αγάλματος. Αναρωτήθηκα τι τη βασάνιζε. Μάλλον δεν είχε κάτι σοβαρό σκέφτηκα, δεν έδειχνε να πονάει. Σηκώθηκε και οι κινήσεις της ήταν σταθερές και αποφασιστικές.
Με είδε που την κοιτούσα, καθώς γύρισε ελαφρά το κεφάλι της προς το μέρος μου.
“Χρειάζεσαι τίποτα κορίτσι μου; Πονάς;”
με ρώτησε και της έγνεψα αρνητικά. Σηκώθηκε και μου φάνηκε περίεργη η σιλουέτα της. Σαν κάτι να… έλειπε.
Πλησίασε τη δεύτερη γυναίκα που ήταν δίπλα μου, και έσκυψε από πάνω της. Την άκουσα που της ψιθύρισε:
“Μην κλαις, όλα καλά θα πάνε, θα το δεις…”
Και που το ξέρει; Αναρωτήθηκα. Πως είναι τόσο σίγουρη;
Γύρισα από την άλλη και προσπάθησα να κοιμηθώ. Είχα αρχίσει να τρέμω. Πήρα βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να χαλαρώσω, αλλά δεν τα κατάφερα.
Πάντα όταν φοβάμαι τρέμω…
Θύμωσα!
Θύμωσα με μένα, που καλοκαιριάτικα μπήκα στο νοσοκομείο, με τους γιατρούς, που δεν ήξεραν σίγουρα τι έχω, με την γυναίκα, που της φαινόταν όλα απλά..
…
όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε πια ξημερώσει.
Οι δύο γυναίκες αγκαλιασμένες, κλαίγανε.
Η διπλανή μου έλεγε στην πρώτη, αυτήν που το προηγούμενο βράδυ φαινόταν πιο δυνατή:
“Μην κλαις! Τόσες μέρες γελάω για να σου δίνω κουράγιο, τώρα ήρθε η σειρά σου!
Τόσες μέρες είσαι δυνατή, μη λυγίζεις τώρα! Σώπα …”
“Ναι, μα…
… είναι που δε θα μπορέσω να βάλω στενό μπλουζάκι ποτέ ξανά…”