Κοιτούσε επίμονα το ποτό της…
"Πάλι τα ίδια", σκέφτηκε.
Κάθε Σαββατόβραδο ήταν πανομοιότυπο με το προηγούμενο.
Τίποτα δεν άλλαζε στην μικρή επαρχιακή πόλη. Κάθε Σάββατο βράδυ βαφόταν, έβαζε κάτι προκλητικό και έβγαινε με τη Σέβη, την καλύτερη της φίλη.
Κάθε Σάββατο.
“Θεέ μου, πρέπει να διασκεδάζεις με τις ζωές μας”, σκέφτηκε και χαμογέλασε ειρωνικά, λίγο πριν φύγει από το σπίτι εκείνο το βράδυ.
Κοίταξε γύρω της. Σχεδόν όλοι, ήταν γνωστές φάτσες.
Γύρισε την πλάτη της στον κόσμο. Προτιμούσε να μην κοιτάζει κανέναν. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτα ενδιαφέρον να δει. Το ποτό την είχε ζαλίσει λιγάκι και αυτό την ευχαρίστησε. Άρχισε να κουνιέται ρυθμικά, αφήνοντας τα χέρια της να πέσουν ανέμελα δίπλα στο σώμα της .
Ήθελε να ζήσει κάτι συγκλονιστικό. Έστω, κάτι διαφορετικό…
Αλλά δε γινόταν ποτέ τίποτα σ’ αυτήν την πόλη. Ούτε η δουλειά της την ευχαριστούσε πια. Το είχε πάρει όμως απόφαση.
Τελευταίο Σαββατόβραδο.
Θα έφευγε. Θα κατέβαινε στην Αθήνα.
Νέοι άνθρωποι, νέες εμπειρίες, νέα ζωή, χιλιόμετρα μακριά από όλους τους γνωστούς. Ναι, αυτό ήθελε! Και αυτό θα έκανε!
“Αύριο,” έλεγε στον εαυτό της,
“αύριο ετοιμάζω βαλίτσες και φεύγω!”Ένιωσε ότι αυτήν η απόφαση την απελευθέρωσε. Το σκεφτόταν καιρό, όμως τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή!
Γύρισε λιγάκι και κοίταξε πάνω από τον ώμο της.
Εκείνη την στιγμή, ακριβώς την ίδια στιγμή, γύρισε και την κοίταξε ένας άγνωστος.
Λες και τους είχε σκηνοθετήσει κάποιος!
Απλά γύρισαν και κοιτάχτηκαν!
Τα μάτια του! Δεν είχε δει πιο ωραία μάτια ποτέ στη ζωή της!
Αλλά κι αυτός δεν έπαιρνε τα δικά του από πάνω της!
Ξαφνικά η βραδιά απέκτησε ενδιαφέρον! Ρώτησε τη Σέβη αν τον ήξερε και την ίδια στιγμή το ίδιο φάνηκε να ρωτάει κι αυτός το φίλο του, που γύρισε και κοίταξε τις δύο κοπέλες.
Η Σέβη τον ήξερε. Ένας πλούσιος της περιοχής που ήταν γνωστός για το ότι είχε κάψει τις καρδιές από πολλές κοπέλες της περιοχής, αλλά ποτέ δεν έμενε μόνο με μία.
“Παράτησε τον ρε Εύη, μαλάκας είναι. Δεν αξίζει.”Κι όμως, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της. Την είχαν μαγέψει αυτά τα γατίσια κατάμαυρα μάτια! Πως και δεν τον είχε ξαναδεί;
Δεν άργησαν να γνωριστούν.
Μέσα σε λίγη ώρα άφησαν πίσω τους το μπαράκι και ανεβήκανε στην μηχανή, με προορισμό ένα ξενοδοχείο αρκετά μακριά από την πόλη.
Όλο το βράδυ κάνανε έρωτα.
Μια απίστευτη αίσθηση είχε πλημμυρίσει το κορμί της.
Ηδονή!
Κοιμηθήκανε από την εξάντληση.
Κάποια στιγμή η Εύη, όχι πολύ αργότερα, άνοιξε τα μάτια. Σήμερα φεύγω σκέφτηκε.
Απελευθερώνομαι! Γύρισε και τον είδε να την κοιτάζει με τα γατίσια μάτια του!
“Σήκω,” του είπε,
“πρέπει να ετοιμάσω τα πράγματα μου!
Δεν πρέπει να χάσω το λεωφορείο! Έλα όμορφε, σήκω! Θα με πας σπίτι, ε;”Λίγη ώρα αργότερα ήταν πάνω στην μηχανή. Δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει! Ένιωθε ευτυχισμένη!
Έκλεισε τα μάτια και άφησε τον άνεμο να χτυπάει το πρόσωπο της και να μπερδεύει τα μαλλιά της.
Ελευθερία!
Ούτε που κατάλαβε την σύγκρουση.
Ο οδηγός ενός αυτοκινήτου που είδε το τρακάρισμα σταμάτησε και έτρεξε προς το μέρος τους.
Είδε την Εύη να χαμογελάει…