Το ταξί σταμάτησε μπροστά στη ψηλή αυλόπορτα.
Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Δεν ήξερε τι θα αντικρίσει, όταν η πόρτα θα άνοιγε. Παρόλη την κούραση της η ένταση ήταν μεγάλη. Οι δύο τελευταίες μέρες ήταν τόσο έντονες.
Διέσχισαν την μισή Ελλάδα για να πάρουν το αεροπλάνο με κατεύθυνση την Ιορδανία και από εκεί οδικώς φτάσανε στην Παλαιστίνη.
Ήταν πολύ στεναχωρημένη.
Αυτό το καλοκαίρι το είχε σχεδιάσει τελείως διαφορετικά, αλλά μάλλον λογάριασε χωρίς να ξέρει τα σχέδια των γονιών της…
«Το καλοκαίρι» της είπαν, «θα το περάσουμε στην Παλαιστίνη. Πρέπει επιτέλους, κάποια στιγμή οι παππούδες να γνωρίσουν τα εγγόνια τους».
Τελεία και παύλα.
Σχεδόν σε όλη τη διαδρομή η Σοφία έκλαιγε. Δεν ήθελε να πάει σε ένα μέρος που γινόταν πόλεμος. Που όλοι λέγανε πόσο βρώμικα ήταν. Που δεν ήξερε κανέναν. Η Λίλη, η μικρή της αδερφή, προσπαθούσε να την καθησυχάσει. 20 μέρες είναι μόνο, θα περάσουνε.
Η αυλόπορτα άνοιξε. Δεν είχαν ειδοποιήσει κανέναν, ήθελαν ο ερχομός τους εκεί να είναι έκπληξη. Και ήταν. Μικρά παιδιά παίζανε στην καταπράσινη αυλή. Δύο γυναίκες πλένανε σε μια βρύση, λίγο πιο πέρα. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές και λόγια σε μια άγνωστη γλώσσα. Ένα από τα αδέρφια του πατέρα της Σοφίας τον αναγνώρισε και φώναζε τους υπόλοιπους. Αγκαλιές έδιναν και έπαιρναν. Μόνο ένας στεκόταν εμβρόντητος. Το βλέμμα της Σοφίας είχε καρφωθεί πάνω του. Μήπως δεν ήταν συγγενής;
Τα παιδιά, παρασυρμένα από τη χαρά, τραβούσαν τη Σοφία και τη Λίλη. Άκουγαν χρόνια τώρα για τις ξαδέρφες τους από την Ελλάδα αλλά δεν πίστευαν πως κάποτε θα γνωριζόντουσαν! Η Σοφία, με την άκρη του ματιού της, είδε τον πατέρα της να αγκαλιάζει τον άντρα που στεκόταν. Τότε κατάλαβε: ήταν ο μικρότερος του αδερφός. Αυτός που ήταν ακόμη παιδάκι, όταν ο πατέρας της έφυγε αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Είχαν να ειδωθούν 20 ολόκληρα χρόνια.
Οι μέρες ήταν γεμάτες. Κόσμος ερχόταν να δει τον ξενιτεμένο συγγενή τους. Ευτυχώς, κάποια από τα παιδιά ήξεραν λίγα αγγλικά και η Σοφία μπορούσε να πει δυο κουβέντες. Είχε αρχίσει όμως να μιλάει και λίγα αραβικά. Όλα ήταν πολύ έντονα. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Όλοι είχαν βρει έναν λόγο να γιορτάσουν, παρά την ανησυχία του εχθρού που βρισκόταν στα διπλανά χωριά.
Ο Μόνδερ, ο μικρός αδερφός του πατέρα της, σιγά σιγά προσπάθησε να πλησιάσει τις ανιψιές του. Η Λίλη ήταν πιο απόμακρη. Με την Σοφία όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μία περίεργη σχέση άρχισε να αναπτύσσεται μεταξύ τους. Ένα περίεργο δέσιμο. Που πολύ γρήγορα θα γινόταν μεγάλη αγάπη.
Στην αρχή, προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν. Γελούσαν πολύ με αυτήν την προσπάθεια! Συνεχώς έτρεχαν στον πατέρα της, που εκτελούσε χρέη διερμηνέα! Ο χρόνος άρχισε να κυλάει πιο ευχάριστα πια. Η Σοφία περίμενε στην αυλή, την ώρα που ο θείος της θα ερχόταν από τη δουλειά. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τις δυσκολίες που έπρεπε να υπομείνει για να περάσει ο καιρός πιο ανώδυνα. Το πιο αρνητικό ήταν το γεγονός πως η Λίλη δεν έτρωγε. Δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στο ξένο περιβάλλον. Είχε αρχίσει να αδυνατίζει επικίνδυνα. Η Σοφία σκεφτόταν πως όταν ξεκίνησε το ταξίδι, δεν είχε φανταστεί καν πως θα μπορούσε τελικά να περάσει καλά. Και περνούσε καλά, εξαιτίας του θείου της. Τα απογεύματα της έπαιζε το ούτι και τραγουδούσε. Προσπαθούσε να του μάθει λέξεις ελληνικές. Κάνανε βόλτες, στην αυλή, προσπαθώντας να επικοινωνήσουν. Κι όταν δεν τα καταφέρνανε τα λόγια, τα καταφέρνανε τα μάτια.
«Έχεις υπέροχα μάτια, αλλά ακόμη πιο όμορφα τα κάνει η θλίψη που κρύβεις πίσω από αυτά», της είχε πει.
Είχαν δεθεί τόσο πολύ.
Οι 20 μέρες πέρασαν.
Η Σοφία δεν μπορούσε να το πιστέψει. Μία απίστευτη μελαγχολία την κατέκλυζε. Πριν ένα μήνα σχεδόν έκλαιγε γιατί δεν ήθελε να πάει σ’ αυτόν τον ξένο τόπο. Τώρα η καρδιά της έκλαιγε γιατί δεν ήθελε να φύγει. Δεν μπορούσε να φύγει. Ήξερε πως ένα κομμάτι της θα έμενε για πάντα εκεί.
Την ώρα που θα φεύγανε, ο θείος της κοιμόταν. Δεν ήθελε να τον ξυπνήσει, για να μην γίνει η στιγμή πιο δύσκολη. Τον πλησίασε και τον φίλησε. Εκείνος δεν αντέδρασε, αλλά η Σοφία είδε τα δάκρυα. Τον χάιδεψε και απομακρύνθηκε. Λίγο πριν μπουν στο ταξί της επιστροφής άκουσε το όνομα της. Ο θείος της. Έτρεξε στην αγκαλιά του και κλαίγανε και οι δύο με αναφιλητά. Ξέρανε πως μπορεί να μην ξαναβλέπανε ο ένας τον άλλον
ποτέ…
Ο θείος της τότε, της είπε στα ελληνικά:
«σ’ αγαπώ…»