...στο παγκάκι και κοίταζε το γέρο στο πεζοδρόμιο που παρακαλούσε για λίγα λεπτά. "Πως να νιώθει άραγε;" σκέφτηκε. "Πως να ένιωσε την πρώτη φορά που ζητιάνεψε;" . "Πως νιώθεις όταν εκθέτεις έτσι τον εαυτό σου;". Ένα αεράκι και η μυρωδιά της θάλασσας που ερχόταν από το λιμάνι προσπάθησαν να διώξουν τις σκέψεις του αλλά μάλλον δεν το κατάφεραν.
Έβγαλε ένα τσιγάρο, το τελευταίο του πακέτου.
Το απόλαυσε, σαν να ήταν το τελευταίο της ζωής του.
Όταν το τελείωσε, το είχε ήδη πάρει απόφαση: θα δοκίμαζε να ζητιανέψει. Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του άλλωστε, όταν πρωτοήρθε φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Θα γινόταν εμπειριών συλλέκτης. Να ζήσει όσα περισσότερα μπορεί. Στην αρχή ήταν δύσκολο. Οι περισσότεροι που περνούσαν ήταν νέοι, θα μπορούσε να ήταν συμφοιτητές του. Πλησίασε ένα ζευγάρι. Τους είπε πως δεν είχε λεφτά να αγοράσει εισιτήριο, για να γυρίσει σπίτι. Τον κοίταξαν για λίγα δευτερόλεπτα.
"Είναι ναρκομανής;"
"Βαριέται να δουλέψει;" φαντάστηκε πως θα ήταν μερικές από τις σκέψεις τους.
"Είμαι φοιτητής" είπε.
Λες και είπε την μαγική λέξη. Του δώσανε 50 λεπτά. Σκέφτηκε πως ήταν εύκολο, κι όμως κάτι τον βάραινε. Το δοκίμασε 2-3 φορες ακόμα. Όλοι του δίνανε από κάτι.
Πήγε στο περίπτερο, αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα με τα λεφτά που μάζεψε και πήγε σπίτι περπατώντας, σκεφτικός...